- ημιέργαστος
- ἡμιέργαστος, -ον (Α)κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν-επ-εξ-έργαστος, α-κατ-έργαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιεργάστους — ἡμιέργαστος half wrought masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιεργής — ἡμιεργής, ὲς (Α) ημιέργαστος*, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργής (< έργον), πρβλ. δολο εργής, ευ εργής] … Dictionary of Greek